Ο Λέον Τολστόι (1828-1910) έγραψε το «Πόλεμος και Ειρήνη» μέσα σε έξι χρόνια. Πάνω από μισός αιώνας χώριζε τα γεγονότα που περιγράφονταν στο μυθιστόρημα από εκείνα που ζούσε η Ρωσία, όταν εκδόθηκε το «Πόλεμος και Ειρήνη»: ο Τολστόι εξιστορεί τα καθέκαστα των πολέμων του 1807 και του 1812 -ανάμεσα στους Ρώσους και στις στρατιές του Ναπολέοντα- παράλληλα με την αμεριμνησία που επικρατούσε στα σαλόνια της ρωσικής αριστοκρατίας. Όπως σημειώνει ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ στις «Διαλέξεις για τη ρωσική λογοτεχνία», το «Πόλεμος και Ειρήνη» γράφτηκε όταν ο Τολστόι είχε βρει προσωρινή γαλήνη στην οικογενειακή ζωή, όταν «η ανήσυχη ψυχή του, η διχασμένη ανάμεσα στο αισθησιακό του ταμπεραμέντο και στην υπερευαίσθητη συνείδησή του» ξεκουράστηκε για λίγο. Προτού ξαναρχίσουν οι ταραχές (οικογενειακές, οικονομικές και ηθικές), πρόλαβε να τελειώσει το «Πόλεμος και Ειρήνη» και την «Άννα Καρένινα», κι έπειτα, παρ' ότι ηλικιωμένος, αποφάσισε να περιπλανηθεί: η δίψα του για περιπλάνηση δεν τον εγκατέλειψε ποτέ αυτό που τον εγκατέλειψε ήταν η σωματική του ρώμη. Το 1910, ενώ κατευθυνόταν σ' ένα απομονωμένο μοναστήρι, πέθανε στην αίθουσα αναμονής ενός σιδηροδρομικού σταθμού. Ρομαντικό τέλος για έναν κόμητα με τεράστια περιουσία στο Βόλγα, με πλήρη συνείδηση της ταξικής του καταγωγής, με αδιάλειπτη ροπή στη μεγαλύτερη δυνατή εντροπία. Όσο για το «Πόλεμος και Ειρήνη», μεγαλειώδες «ιστορικό» μυθιστόρημα, συνιστά προϊόν της δημιουργικής του αντίφασης: είναι το αυστηρά δομημένο έργο μιας προσωπικότητας σε πλήρη αταξία, σε σύγχυση, σε αναζήτηση του Καλού (ο Τολστόι ένιωθε αποτροπιασμό μπροστά στον εγωισμό και στην απληστία της άρχουσας τάξης), αλλά και σε ηθικό πανικό (χαρακτηριστικό της εποχής του, που βασανιζόταν από τα διλήμματα του «βοναπαρτικού» ατομικισμού και της χριστιανικής αυταπάρνησης).