Η "Σκακιστική νουβέλα", το τελευταίο αριστούργημα του Στέφαν Τσβάιχ, δημοσιεύτηκε το 1943 στη Στοκχόλμη. Μεταθανάτια έκδοση, αφού ο συγγραφέας αυτοκτόνησε τον προηγούμενο χρόνο μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του στη Βραζιλία, τον τόπο όπου πήγε το 1940 αυτοεξόριστος. Θεωρούσε την καταστροφή της Ευρώπης στη δεκαετία του '40 ως την καταβαράθρωση όλου του του έργου. Η "Σκακιστική νουβέλα" αποτελεί μια μόλις καλυμμένη εξομολόγηση. Στο πλοίο, με δρομολόγιο από τη Νέα Υόρκη στο Ρίο και το Μπουένος Άιρες, όπου αρκετοί Ευρωπαίοι επιβάτες, φεύγοντας μακριά από τη βία και τη σύγχυση του ναζισμού, αναζητούν καταφύγιο στην Αργεντινή και τη Βραζιλία ως τόπο εξορίας και ελπίδας, ο δρ. Μπ. αντιμετωπίζει σε μια παρτίδα σκακιού τον Μίρκο Τσέντοβιτς, τον σκοτεινό παγκόσμιο πρωταθλητή. Ο συγγραφέας αναπτύσσει με μεγαλειώδη τρόπο το θέμα του πνευματικού εγκλεισμού που δεν μπορεί να βρει διέξοδο παρά στην τρέλα. Ο δρ. Μπ., πριν ταξιδέψει, υπέστη από τους ναζί μια ιδιαίτερη φυλάκιση σ' ένα εντελώς άδειο δωμάτιο ξενοδοχείου, χωρίς τίποτα να μπορεί ν' απασχολήσει ή να διασκεδάσει το μυαλό του, μέχρι που ανακάλυψε ένα εγχειρίδιο με παρτίδες σκακιού που άρχισε ν' αποστηθίζει και να ξαναπαίζει από μνήμης. Έχοντας εξαντλήσει τις πηγές του βιβλίου, το μυαλό του τον οδήγησε σε παρτίδες με αντίπαλο τον εαυτό του κι έτσι άρχισε να υποβάλλεται σε μια σχιζοφρενική διάλυση που επρόκειτο να αποβεί μοιραία. Στο αφήγημα απεικονίζεται η πάλη του πνεύματος και της φαντασίας -χαρακτηριστικά του παλαιού κόσμου- ενάντια στον εσωτερικό δαίμονα και στην αδιάβλητη και πεισματική λογική της σύγχρονης βαρβαρότητας.
Η νουβέλα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Gerd Oswald το 1960, σε μια "κλασική", ατμοσφαιρική γερμανική ταινία με πρωταγωνιστές τους Curd Jurgens (δρ. Μπ./'Βέρνερ Φον Μπάζιλ'), Mario Adorf (Μίρκο Τσέντοβιτς), Hansjorg Felmy και Claire Bloom.