"Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα Πρωί, στα πόδια του βουνού Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει"...