Όλοι εμείς, του '60 η γενιά, όπως και ο ήρωας της "Τελευταίας καληνύχτας", περάσαμε μέσα από γεγονότα που δεν πολυκαταλαβαίναμε, που θαρρούσαμε ότι μας δικαίωναν, που άρχισαν να μας υποψιάζουν, καθώς και μέσα από τα τανκς του Απρίλη του '67 που μας μαστίγωσαν. Επιζήσαμε. Χωρίς μεγάλες απώλειες. Και με γεμάτες μπαταρίες. Τελειώσαμε το πανεπιστήμιο δουλεύοντας από δω κι από κει, βγάζοντας χαρτζιλίκι, άλλος μεγάλο κι άλλος μικρό, δείξαμε ποιοι ήμασταν και τι θέλαμε δίχως να κρυφτούμε από κανέναν, γνωρίσαμε τις γυναίκες μας, που άλλοι τις κράτησαν κι άλλοι όχι. Tο '67 "κρυφτήκαμε" ή απλώς επιζήσαμε λάθρα βιώνοντας, ματώσαμε λίγο ή πολύ, ή και καθόλου, μέσα ή και έξω από το Πολυτεχνείο, είπαμε τις αλήθειες και τα ψέματά μας, αμπαρωθήκαμε πίσω από μύθους που μόνοι μας φτιάξαμε και συντηρήσαμε, μπήκαμε στη ζωή με "τα μούτρα", ο καθένας στο δικό του "μεροκάματο", δεχτήκαμε ο καθένας τα δικά του τραύματα κι ανταμώσαμε τη μεταπολίτευση τραυματίες μεν αλλά ώριμοι. Όλα σχεδόν τα παιδιά της "χαμένης γενιάς", τα παιδιά που γεννήθηκαν στον εμφύλιο και λίγο μετά, πέρασαν μέσα από τις ίδιες μυλόπετρες. Εκτός βέβαια των ελαχίστων "εκλεκτών", που και σήμερα άλλωστε αποτελούν την αδιαφιλονίκητη νομενκλατούρα, διότι γι' αυτό ακριβώς γεννήθηκαν. Ένα απλό, σαν κι εμάς παιδί είναι κι ο ήρωας της "Τελευταίας καληνύχτας". Όχι κραυγαλέο θύμα. Tυπικό. Γενναίο πριν από το τελευταίο του δρομολόγιο.