Στο Κίλμορ Κόουβ συμβαίνουν αλλόκοτα πράγματα: υπάρχει το άγαλμα ενός ανύπαρκτου βασιλιά, οι γραμμές του τρένου δεν οδηγούν πουθενά και είναι αδύνατον να συνδεθεί κανείς στο διαδίκτυο ή να χρησιμοποιήσει κινητό τηλέφωνο. Φαίνεται ότι το χωριό έχει σκόπιμα σβηστεί από όλους τους γεωγραφικούς χάρτες για να διαφυλαχτεί ένα μυστικό. Άραγε ο Οδυσσέας Μουρ ξέρει κάτι γι’ αυτό;
Αυτή τη φορά η έρευνα του Τζέισον, της Τζούλια και του Ρικ ξεκινά από το Σπίτι με τους Καθρέφτες. Στη μυστηριώδη κατοικία του Πίτερ Δαίδαλου, του ευφυούς εφευρέτη που έχει εξαφανιστεί εδώ και χρόνια χωρίς ίχνη, τίποτα δεν είναι ό,τι φαίνεται…
Μετά την Πύλη του Χρόνου και τον Μυστικό Λαβύρινθο, αυτό είναι το τρίτο βιβλίο του Οδυσσέα Μουρ.
Μόλις έφτασε στην κορυφή της σκάλας, ο Τζέισον βοήθησε τον Ρικ και την Τζούλια να ανέβουν. Βρέθηκαν κάτω από τη στέγη της Έπαυλης Αργώ, βυθισμένοι μέσα σε τρεμάμενες σκιές. Έκανε ζέστη κι ακουγόταν το ξύλο να τρίζει γύρω τους.
Η σοφίτα ήταν ένας ενιαίος μεγάλος χώρος γεμάτος σκόνη όπου κυριαρχούσαν παλιά αντικείμενα σκεπασμένα με κουρέλια και λουσμένα στο χρυσαφένιο φως του δειλινού, που έμπαινε μέσα από τους γυάλινους φεγγίτες.
Κόντρα στο φως του ηλιοβασιλέματος διέκριναν έναν άντρα που φορούσε ένα μεγάλο καπέλο. Μόλις τον είδε, η Τζούλια έμπηξε τις φωνές.
Ο Ρικ της έσφιξε το χέρι, εξίσου τρομαγμένος, ενώ ο Τζέισον, με τα μάτια ορθάνοιχτα και ξεροκαταπίνοντας, κατάλαβε ότι είχε επιτέλους βρει το μυστικό δωμάτιο του Οδυσσέα Μουρ. Και ότι ο παλιός ιδιοκτήτης τούς περίμενε λίγα μόλις μέτρα μακριά τους.