Ο βασικός άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται το παρόν βιβλίο είναι η μετατροπή μιας μικρής επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Από ορισμένες απόψεις τα προβλήματα που προέκυψαν κατά τον σχηματισμό του σύγχρονου ελληνικού κράτους θα μπορούσαν να εξομοιωθούν με τα αντίστοιχα προβλήματα που απαντώνται αυτή τη στιγμή στις προσπάθειες του δυτικού κόσμου να επιβάλει το δικό του πολιτικό και πολιτισμικό μοντέλο σε κοινωνίες ξένες, αν όχι εχθρικές προς αυτό. Το γεγονός ότι οι Έλληνες του 19ου και 20ού αιώνα είναι χριστιανοί, ενώ οι κοινωνίες που αποτελούν σήμερα αντικείμενο πειραματισμού της Δύσης μουσουλμανικές, μικρή σημασία έχει στον βαθμό που και οι δύο αντιμετωπίστηκαν ή αντιμετωπίζονται, ρητά ή όχι, ως πεδία εκπολιτισμού και σε καμιά περίπτωση ως ισότιμοι εταίροι του πολιτικού εγχειρήματος στο οποίο αποδίδεται, μάλλον άκριτα, ο όρος εκσυγχρονισμός. Εξάλλου ο χριστιανισμός των Ελλήνων δεν έπαψε ποτέ να αντιπροσωπεύει το σχίσμα, δηλαδή μια ιδιαιτερότητα σε σύγκριση με τις δυτικοευρωπαϊκές αντιλήψεις, όχι πάντοτε συμπαθή και ακόμη λιγότερο κατανοητή.
Ωστόσο, σε μια τέτοια σύγκριση υφίσταται μια διαφορά που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Αντικείμενο του βιβλίου είναι η Ελλάδα και οι Έλληνες και αυτή η -εθνικού χαρακτήρα πλέον- κατηγορία εκ των πραγμάτων συνειρμικά αναφέρεται σε ό,τι οι Δυτικοευρωπαίοι θεωρούν θεμέλια του πολιτισμού τους. Από την άποψη αυτή μπορεί εύκολα να ερμηνευθεί η ιδιαίτερη, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, μεταχείριση που έτυχαν εκ μέρους της Δύσης οι πληθυσμοί εκείνοι που δεν εξεγέρθηκαν απλώς εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο όνομα του χριστιανισμού, αλλά επικαλέστηκαν μέσω του ονόματός τους μία σύνδεση με ένα παρελθόν, στο οποίο η Ευρώπη βλέπει τις ρίζες της δικής της ταυτότητας. Πρόκειται για μία αντίληψη που ανακαλείται πολύ συχνά από όλους όσοι θέλουν να υποστηρίξουν ή να πολεμήσουν τις εξεζητημένες συχνά επιλογές των Ελλήνων και που κατά τον 19ο αιώνα θα τους προσδώσει από τους Ευρωπαίους τον χαρακτηρισμό των "κακομαθημένων παιδιών της Ιστορίας".