Η ιστορία δύο πάλαι ποτέ στενά συνδεδεµένων οικογενειών, που κατασπαράχθηκαν µέχρι θανάτου, είναι η καρδιά της Πατρίδας του Αραµπούρου, που ανατέµνει τα γεγονότα τριάντα χρόνων στη Χώρα των Βάσκων, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 έως το 2011, όταν η εθνικιστική και αυτονοµιστική οργάνωση ΕΤΑ (Euskadi Ta Askatasuna) ανακοίνωσε την οριστική παύση της ένοπλης δράσης.
Την ηµέρα που η ΕΤΑ καταθέτει τα όπλα, η Μπιττόρι πηγαίνει στο νεκροταφείο για να ανακοινώσει στον άντρα της πως αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό και στο σπίτι τους, που εκείνη εγκατέλειψε µετά τον θάνατό του. Θα καταφέρει να συµβιώσει µε όσους την παρενοχλούσαν πριν και µετά τη δολοφονική επίθεση που έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή τη δική της και της οικογένειάς της; Θα καταφέρει να µάθει ποιος ήταν ο κουκουλοφόρος που µια βροχερή µέρα σκότωσε τον άντρα της, στον δρόµο για τη δουλειά του; Η παρουσία της Μπιττόρι θα διαταράξει την επιφανειακή ηρεµία του χωριού, κυρίως της γειτόνισσάς της, της Μίρεν, άλλοτε στενής φίλης της και µητέρας του Χόσε Μάρι, ενός φυλακισµένου τροµοκράτη και ύποπτου για τους χειρότερους φόβους της Μπιττόρι. Τι συνέβη ανάµεσα σ’ εκείνες τις δύο γυναίκες; Τι δηλητηρίασε τη ζωή των παιδιών και των συζύγων τους, τόσο δεµένων στο παρελθόν;
Με τις συγκαλυµµένες ρήξεις και τις ακλόνητες πεποιθήσεις της, µε τις πληγές και τις παλικαριές της, η παράφορη ιστορία της ζωής τους πριν και µετά το χάσµα που άνοιξε ο θάνατος του Τσάτο µάς µιλάει για το ανέφικτο της λήθης και για την ανάγκη της συγχώρεσης σε µια κοινωνία διαιρεµένη από τον πολιτικό φανατισµό.