«Μετά το Γλάρο Ιωνάθαν Λίβιγκστον τι θα γράψεις Ρίτσαρντ;», ήταν το ερώτημα που μου έγινε πολλές φορές. «Δε σκοπεύω να γράψω τίποτα, ούτε λέξη», απαντούσα. Κάθε καλοκαίρι έπαιρνα το παλιό, μικρό αεροπλάνο μου και πήγαινα στα καταπράσινα λιβάδια του Μιντλγουέστ, κάνοντας πτήσεις για το κοινό προς 3 δολάρια. Και τότε άρχισα και πάλι να νιώθω εκείνη την παλιά ανησυχία. Και απόμενε να πω κάτι που δεν είχα πει ακόμη . . . Δε μ’ αρέσει καθόλου το γράψιμο. Όταν μπορώ να γυρίσω την πλάτη σε οποιαδήποτε ιδέα, όταν μπορώ να μην της ανοίξω την πόρτα, δεν πιάνω στο χέρι μου το μολύβι. Κάθε τόσο, όμως, μια έκρηξη γκρεμίζει τον τοίχο και κάποιος μπαίνει μέσα, περνώντας πάνω από τα χαλάσματα, με πιάνει από το λαιμό και μου λέει ψιθυριστά: «Δε θα σε αφήσω, αν δε με κάνεις λόγια, αν δεν με γράψεις στο χαρτί». Έτσι πείστηκα να γράψω αυτό το βιβλίο, τις ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ. Δεν υπάρχει πρόβλημα που να μην έχει να σου προσφέρει ένα ΔΩΡΟ. Αναζητώντας τα προβλήματα, γιατί έχεις ανάγκη από τα δώρα τους. . . Βαθιά μέσα στον καθένα μας βρίσκεται η δύναμη που συναινεί στην υγεία ή στην αρρώστια, τον πλούτο ή τη φτώχεια, τη λευτεριά ή τη σκλαβιά. Εμείς οι ίδιοι τα κυβερνάμε όλα αυτά και κανένας άλλος. . . Αφού θέλετε τόσο πολύ την ελευθερία και τη χαρά, δεν μπορείτε να καταλάβετε πως βρίσκεται μέσα σας και πουθενά αλλού; (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ)