"Ζωντανή", επανέλαβε ξέπνοα ο πατέρας μου και η λέξη ρίγησε στον αέρα σαν σπασμένη χορδή. Λυγμός που κρατιότανε σε μια αιμάτινη κλωστή. Συγκίνηση βαθιά που άνοιγε τη χαράδρα της μνήμης και σκαρφάλωνε με αγωνία σιωπηλή στο μαύρο δίχτυ της ανάβασης στο φως. Και να τος! Πυρπολημένος από μια ρίζα πόνου που τινάχτηκε μέσα του άξαφνα σαν ιοβόλο φίδι, φανερώθηκε μπροστά μου μονομιάς, γυμνός, ματωμένος, πελιδνός Λάζαρος. «"Λάζαρο" με φώναξαν στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Με είχανε για πεθαμένο. Με είχανε ξεγράψει. Κι η μάνα μου το ίδιο, δεν...» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και η γιαγιά εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε από το τραπέζι μουρμουρίζοντας. «Θα αρχίσει πάλι να λέει τα ίδια και τα ίδια. Τον βαρέθηκα να τον ακούω τόσα χρόνια, απόκαμα πια. Άκου τον και εσύ τώρα, να τονε λυπηθείς», μου είπε και με κοίταξε με εκείνο το πηχτό γαλάζιο των ματιών της, που το σαΐτιζε τώρα μια γκρίζα ριπή θυμού. Μάνα από πέτρα. Πετρομάνα ασήκωτη. Ασήκωτη η πίκρα του γιου της για αυτήν που η σκληρότητά της χτυπάει μέσα του σαν επαναλαμβανόμενος λιθοβολισμός. Οι λέξεις της γουδοχέρια αλύπητα που τον πατάνε, πατάνε την καρδιά του και την κάνουν να αιμορραγεί. Μάνα-βουνό. Σκαρφαλώνει πάνω της και δεν την φτάνει ποτέ.