Είδα τον πόνο. Είδα αργά αργά να συρρικνώνεται η ίριδα στο µέσον των µατιών τους και κατόπιν να σκάει έξαφνα σαν κραυγή. Είδα τα τρεµάµενα χείλη, τα πρόσωπα που µετατράπηκαν σε µελισσοκέρι, τα βαθουλωµένα µάγουλα, τα διογκωµένα ζυγωµατικά, τις κόγχες των µατιών που βάθαιναν και θύµιζαν σπηλιά, τις αποξηραµένες γλώσσες µέσα στα στεγνά στόµατα. Και αντιλήφθηκα ότι η στιγµή κατά την οποία συνειδητοποιούµε την ύπαρξή µας είναι η στιγµή που σπαρταρούµε από τον πόνο...
Φοβόµουν, διότι είδα την αρχική στιγµή όταν άνθρωπος σκοτώνει τον συνάνθρωπο, άκουσα το ουρλιαχτό της νίκης του δολοφόνου, την κραυγή φόβου του θύµατος. Ούρλιαξα κι εγώ σαν δολοφόνος κι έβγαλα την κραυγή του φόβου που βγάζει το θύµα. Μου άρεσε αυτή η κατάσταση του ανθρώπου.
Ο αστυνόµος Νεβζάτ αναλαµβάνει, µαζί µε τους βοηθούς του, τον υπαστυνόµο Αλή και την υπαστυνόµο Ζεϊνέπ, να ανακαλύψει τον δολοφόνο που εξοντώνει παιδόφιλους, µέσα σ’ ένα κλίµα αναταραχής και βίας, µέσα σε µια νέα πραγµατικότητα σηµαδεµένη από το φαινόµενο της εµπορίας ανθρώπινων οργάνων, στο οποίο καταφεύγουν για να γλιτώσουν από τη µιζέρια οι Σύροι πρόσφυγες στην Τουρκία...