Ο Στρατής μετά την απολογία του οδηγείται στο αστυνομικό μέγαρο. Κατά την διάρκεια της διαδρομής, περνώντας απ’ την πλατεία του Λ. Πύργου, θυμάται το κίνημα των αγανακτισμένων και αυτά που ειπώθηκαν στα πηγαδάκια.
Μια θλίψη τον κυριεύει γιατί στο τέλος αποδείχτηκε πως η αγανάκτηση ήταν μια φούσκα, που γρήγορα έσκασε χωρίς να αποτελέσει τον παραμικρό κίνδυνο στην κυβερνητική υποτέλεια.
Κλεισμένος στο μικρό κελί της αστυνομίας, θεώρησε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να θυμηθεί όλα όσα έζησε απ’ την παιδική του ηλικία μέχρι σήμερα, χωρίς να κάνει διακρίσεις. Θεώρησε ότι ήταν ένας ιδανικός τρόπος να σκοτώσει τη μοναξιά που ζούσε μαζί του, ανάμεσα στα τέσσερα ντουβάρια.
Έφερε μπροστά του και τις όμορφες και τις άσχημες στιγμές. Και τα καλά και τα κακά.
Πριν όμως αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι της θύμησης, είχε αποφασίσει για την επόμενη κίνησή του. Μια κίνηση που θα μηδένιζε το χρόνο. Χθες και αύριο ταυτισμένα στο σημείο της απόλυτης σιωπής.
Ο καλύτερος χώρος για να την πραγματοποιήσει, ήταν των δικαστηρίων.
Όταν, μετά από λίγες μέρες τον ξανά οδήγησαν εκεί για την αγόρευση του εισαγγελέα, δεν είχε καμιά διάθεση να τον ακούσει. Βρήκε τον τρόπο κι’ έδωσε ένα σάλτο τεράστιο, που τον έβγαλε έξω απ’ τα όρια της ζωής. Ένωσε το παρελθόν με το μέλλον σ’ ένα αιώνιο άδειο τώρα.
Αυτό το αιώνιο άδειο τώρα, ήταν και η πρόσκληση προς όλους όσους γνώριζαν το Στρατή να συγκεντρωθούν στο σημείο που μηδενίστηκε ο χρόνος.
Τους δόθηκε η ευκαιρία να ξετυλίξουν το κουβάρι της θύμησης, και όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά και να φέρουν μπροστά τους τις στιγμές που έζησαν με το Στρατή. Στιγμές γεμάτες ανατροπές και απρόοπτα, που μόνο η ζωή μπορεί να γράψει και να σκηνοθετήσει.
Με το μυθιστόρημα "Στη θύμηση του χθες" ο Νίκος Παρασγιάννης καταγγέλλει με ωμότητα και σκληρό λόγο τις βάναυσες εξουσίες, συγχρόνως όμως εκθειάζει, υμνεί, και ανυψώνει τον έρωτα.