Μόλις μπήκε στο αυλιδάκι ο Μάριος Τσόχος όμως, στάθηκε ακίνητος στη μέση του και κοίταξε έναν γύρο τον τόπο που μεγάλωσε και τον πέτρινο ψηλό μαντρότοιχο από την εσωτερική πλευρά· σαν περιτειχισμένο μικρό μοναστηράκι για να φυλάγεται από τους σκληρούς θαλασσινούς καιρούς ήταν του φάρου το συγκρότημα, έτσι το αναπολούσε όλα τα χρόνια που έλειπε· από την προηγούμενη όμως βραδιά, οπόταν άκουσε όλα αυτά τα τερατώδη πράγματα μέσα στο καφενείο του κυρ Σταύρου, άρχισε το φαρομονάστηρο, που είχε στη νότια άκρη του τού φαναριού τον πύργο, να αποκτάει εντός του άλλη υπόσταση και να ομοιάζει ο φάρος του φαλλός, ο οποίος με την παλμική αναλαμπή της κεφαλής του εξέπεμπε το μήνυμα ότι πάλλεται από πόθο κάθε νύχτα το ιδιότυπο αυτό ασκηταριό και όλο το νησί μαζί".
Αψηφώντας την πατρική κατάρα, ο δημοφιλής μετεωρολόγος Μάριος Τσόχος, γιος φαροφύλακα, επιστρέφει στη γενέτειρά του κινημένος από ερωτική ελπίδα. Έρχεται αντιμέτωπος με ένα άγνωστο, μιαρό παρελθόν και με την τοπική κοινωνία, που τον θεωρεί στιγματισμένο. Οι αναλαμπές του φόρου, στα έγκατα του οποίου περνάει μια κρίσιμη νύχτα, φωτίζουν διακεκομμένα την έως τώρα ύπαρξή του και τον αναγεννούν.
Πόσο σκοτάδι έσβησαν πόσες αναλαμπές.