Το φύλλο δυνατό και σαρκώδες
ανασαίνει φτερουγίζοντας.
Είμαστε κοντά στο έλεος
αλλά πώς ν' αγγίξουμε
ο ένας τον άλλον
με χέρια τυλιγμένα
στις γάζες της συντριβής;
Κι αν δεν ήταν η λευκή σελίδα
θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος.
Η τρίτη ποιητική συλλογή της Δήμητρας Κωτούλα, εκκινώντας από τη λευκότητα που περιτρέχει και, ως σιωπή, συναποτελεί την ποιητική σελίδα, εστιάζει στη σχεδόν ιαματική ικανότητα των λέξεων, ειδικά σε καιρούς απαιτητικούς. Οι δύο ενότητες του βιβλίου πραγματεύονται, ρητά ή αλληγορικά, την ανάγκη να μένουμε, ακόμη και στη δυστοπική συνθήκη και στην υπαρξιακή απειλή, επίμονοι, συμμετοχικοί, γενναιόδωροι - εν τέλει δημιουργικοί. Έτσι, φωτίζοντας τη συνάντηση με το θεμελιώδες, τα ποιήματα λειτουργούν οργανικά ως ενιαίο σύνολο, που επερωτά, αναστοχάζεται και δοκιμάζει τις αντοχές της ποιητικής γλώσσας: τη λειτουργία της ποίησης ως ψυχικής επιμέλειας και κοινωνικής πράξης. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
"Η Δήμητρα Κωτούλα, χωρίς αμφιβολία, μπορεί να θεωρηθεί μία από τις πιο αυθεντικές και πρωτότυπες ποιήτριες που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια". (Τόρστεν Ίσραελ, Balkanische Alphabete. Griechenland)
"Με την ωριμότητά της κατακτημένη από πολύ νωρίς (στις δύο όλες κι όλες συλλογές της έχει συμπυκνώσει ένα ολόκληρο σύμπαν), η Κωτούλα διαμορφώνει ένα σύστημα ποιητικής που κατορθώνει να επιστρέψει στο συλλογικό μέσα από τον μοναδικό ίσως δρόμο που μπορεί να ανοίξει προς αυτή την κατεύθυνση ο καιρός μας: την προσήλωση σε μιαν ατομικότητα η οποία δεν θα σταματήσει να απευθύνει το βλέμμα της στους άλλους και τον κόσμο όσο κι αν όλες οι γέφυρες και οι προσβάσεις έχουν γκρεμιστεί". (Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, the books' journal)