Μετά το ατύχημα του καλύτερου φίλου της του Άλεξ, η δεκατετράχρονη Λου παραμένει με κλειστά μάτια, άγνωστο γιατί. Με κλειστά μάτια θα τη γνωρίσει κι ο εννιάχρονος Ντόντο, που φαίνεται ότι έχει ένα μυστικό σχέδιο τόσο για εκείνη όσο και για τον ίδιο. Κι όταν ο Ντόντο βάλει κάτι στο μυαλό του, είναι αδύνατον να του το βγάλεις όσο κι αν προσπαθήσεις…
Ένας συνταξιούχος ντετέκτιβ, η ιδιοκτήτρια ενός καφενείου συμπόνιας, μια γυναίκα που ισχυρίζεται ότι ως παιδί είχε συναντήσει έναν άγγελο, ένας γέρος κι ο χήνος του είναι κάποιοι από τους μεγάλους που θα βοηθήσουν τα δυο παιδιά στη λύση του μυστηρίου: ποιος πραγματικά ευθύνεται για το ατύχημα και την εξαφάνιση του Άλεξ;
«Μα τι συμβαίνει; Τα λόγια βγήκαν τρέμοντας από το στόμα της όσο και να προσπαθούσε να παραμείνει ψύχραιμη.
«Μάλλον έχουν αρχίσει να μπαίνουν νερά στο κτίριο» είπε ο Ντόντο κοιτάζοντας διερευνητικά το πάτωμα γύρω από τις γαλότσες του κι έπειτα τον χώρο γύρω του.
Η Λουκία τα χρειάστηκε. Χίλιες δυο σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της. κι όλες κατέληγαν σε μία. Την ήδη γνωστή. Πώς θα τα κατάφερνε τώρα; Μόνη της;
Λίγα μόλις δευτερόλεπτα μετά ένιωσε ένα άγγιγμα στο χέρι της. Κι έπειτα μικρά δάχτυλα να προσπαθούν να πλεχτούν με τα δικά της.
«Έλα. Μην ανησυχείς. Πάμε. Θα σε οδηγήσω εγώ».
Η φωνή του Ντόντο ακούστηκε φοβερά αποφασιστική κι η Λου ένιωσε μια μεγάλη ανακούφιση που την έκανε και την ίδια ν’ απορήσει. Έγνεψε καταφατικά. Δεν είχε κι άλλη επιλογή. Κι έτσι, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά που πλέον είχαν φτάσει στους αστραγάλους της, αφέθηκε να ακολουθεί τον εννιάχρονο Ντόντο, ανάμεσα σε πανικόβλητους ανθρώπους, φωνές, ακόμη και τσιριές, μέσα από τους γεμάτους νερά διαδρόμους.
Απόσπασμα από το βιβλίο