«Ο ήρωάς μας κοντεύει τα πενήντα. Δεν υπάρχουν πενήντα τρόποι να είσαι πενήντα. Μόνο δύο: ή πείθοντας τον εαυτό σου ότι είσαι ακόμα νέος, ή βαρυγκομώντας ότι έχεις ήδη γεράσει. Έρχεται στην καρδιά των Χάιλαντς για να συναντήσει μια γυναίκα είκοσι χρόνια νεότερή του. […] Η ηρωίδα μας είναι όμορφη, πολύ όμορφη. Και, φυσικά, το ξέρει. Δεν είναι σωστό να ζητάμε συνεχώς απ’ τις γυναίκες που είναι όμορφες και που οι άνδρες τούς το θυμίζουν συνέχεια, να συμπεριφέρονται σαν να ’ταν άσχημες. […] ‘‘Δεν έπρεπε να ’ρθω’’, λέει και ξαναλέει μέσα του ο ήρωάς μας. […] Εκείνη μιλάει, λέει ό,τι της κατέβει, για σκοτσέζικα πρόβατα, για τους σκοτσέζικους χερσότοπους, για σκοτσέζικα γαϊδουράγκαθα, για σκοτσέζικους γλάρους, εκείνος, θέλει δε θέλει, δέχεται να εμπλακεί σ’ αυτή την αγροτική και εθνικιστική συζήτηση. […] Την ακούει, την κοιτάζει, αμήχανος. Όλα πάνω της τον ελκύουν, κι ο ήρωάς μας θυμώνει γι’ αυτή την έλξη που εκείνη του την προκαλεί τόσο φυσικά, με την αίγλη της και μόνο, χωρίς να καταβάλλει καμία προσπάθεια και, αυτό είναι το χειρότερο, χωρίς καν να το επιθυμεί. Πολλοί έχουν πέσει, και θα πέσουν, θύματα της γοητείας της. […] Αναρωτιέται αν αυτή ακριβώς η άρνηση της αγάπης είναι που τον έλκει, τον αιχμαλωτίζει, τον οδηγεί στην άβυσσο.» «Ένα βιβλίο που διαβάζεται με το χαμόγελο στα χείλη (και όχι “για διασκέδαση”: προσοχή στη διαφορά). Μια ιστορία αγάπης κλασική, όπως οι περισσότερες ιστορίες αγάπης. Εκείνος, πενηντάρης. Εκείνη, είκοσι χρόνια νεότερη. Εκείνος, ο εραστής. Εκείνη, έτοιμη να παντρευτεί τον μόνιμο σύντροφό της. Εκείνος, αισθάνεται ότι εκείνη τον απατά με τον μόνιμο. Ρισκάρει το ταξίδι μέχρι τη Σκωτία για να τη συναντήσει και αντιμετωπίζει ένα σωρό μικρές συμφορές: αεροπλάνο που καθυστερεί, νοικιασμένο αυτοκίνητο με μικρό πορτμπαγκάζ (δε χωράει το ποδήλατό της…), δωμάτιο ξενοδοχείου παγερό, ερωμένη παρομοίως. Εκείνος συνειδητοποιεί την ανικανότητά του να βγει από το κουκούλι του, να ξεφύγει από τις σταθερές και τα σημεία αναφοράς το