Σεπτέμβρης, 1916. Ο Βούλγαρος διοικητής των Σερρών διατάζει τους κατοίκους της Τζουμαγιάς να εγκαταλείψουν μέσα σε δύο ώρες τα σπίτια τους. Η διαταγή βρίσκει την Αννού, κόρη του Βλάχου μεγαλέμπορου Σάντρου Ράσκου, ήδη δυο φορές ξεριζωμένη. Την πρώτη από την Τζουμαγιά, απ’ όπου έφυγε κρυφά με τον Τούρκο Φουρκάν, και τη δεύτερη από το Καβακλί της Ανατολικής Θράκης, όπου είχαν στήσει με τον Φουρκάν το σπιτικό τους. Η Αννού με την οικογένειά της ακολουθεί το μακρύ καραβάνι των ξεριζωμένων στην καταναγκαστική πορεία θανάτου, χωρίς να ξέρει πόσες ακόμη ζωές τής επιφυλάσσει η μοίρα της να ζήσει. Ένα κορδόνι ζωές ξηλωμένες αγαλιανά τον δρόμο τον μακρύ πήραμε. Για το πού κανείς δεν ήξευρε. […] Στην αρχή, ένα μοιρολόγι σιγαλό από γυναίκες ανέβαινε, ύστερα το πνιχτό αχολόι και το τροχάλισμα απ’ τις τόσες ρόδες απά στις πέτρες και των τόσων ποδιών το σούρσιμο κάθε άλλον θόρυβο τον κουκούλωσε. Οι κουβέντες έλειπαν… Δύο χρόνια μετά, με τη συνθηκολόγηση των Βουλγάρων, η οικογένεια του Σάντρου Ράσκου είναι ελεύθερη να επιστρέψει στα πατρογονικά εδάφη. Όμως, η Τζουμαγιά δεν υπάρχει πια? τα πετρόχτιστα σπίτια έγιναν αναχώματα στο πεδίο βολής Άγγλων και Βουλγάρων. Πόσες ακόμη απώλειες είναι γραμμένο να ζήσει η Αννού σ’ αυτή την αμφίβολη πορεία επιστροφής στα πάτρια;