Η δράση του βιβλίου ξετυλίγεται στα Γιάννενα την εποχή που πασάς ήταν, ο Αλή ο Τεπελενλής. Ο Λάμπρος, κεντρικός ήρωας, με πλατιές επαναστατικές ιδέες, σε στιγμές ψυχικής αναγέννησης, παρασέρνει με τον φλογερό του λόγο τους κλέφτες και αντιστέκεται μαζί τους στο βουνό. Βουνόλυκος, πλανευτής και άθεος, στριμωγμένος σε τρεις χαρακτήρες σ’ ένα σώμα, πλανεύει με ψεύτικους όρκους την έφηβη Μαρία και αποκτά μαζί της παιδιά τα οποία εγκαταλείπει σ’ ένα μοναστήρι.
Η δύστυχη Μαρία προλαβαίνει ν’ αφήσει σημάδι στη μοναχοκόρη της, την πεντάχρονη Μάντω, με την ελπίδα να την ξαναβρεί. Ζει το δράμα της πολλά χρόνια, αστεφάνωτη με τον αδιάφορο Λάμπρο, ακροβατώντας πάνω στο νήμα που συνδέει το μίσος με την αγάπη, τη λογική με την παράνοια και την κατακραυγή του περιγύρου της.
Στη συνέχεια η μυθοπλασία πλέκει ένα γαϊτανάκι που δεν γνωρίζει ποια πρόσωπα είναι περισσότερο αληθινά. Στους πρωταγωνιστές κυριαρχούν δύο δυνάμεις που διαθέτει ο κάθε άνθρωπος, της επιβίωσης και του έρωτα. Παράξενες συμπτώσεις συμβαίνουν με τους χαρακτήρες που εξαφανίζονται και επανεμφανίζονται, φαινομενικά τυχαία, στα πιο απίθανα μέρη, λες και η μοίρα έπλεξε έναν ιστό που δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς.
Μέσα από τους διαλόγους που βγάζουν φωτιά, αποκαλύπτεται ένα μυστικό, που απλώνεται ακτινωτά. Της Μαρίας το μυαλό «δραπετεύει» και ετοιμάζεται για ένα γάμο που δεν θα γίνει ποτέ. Ο Λάμπρος που τον καταδιώκουν οι Ερινύες αποζητά λύτρωση και μετάνοια. «Τα φαντάσματα είναι χειρότερα από τους ανθρώπους» ψιθυρίζει προτού πάρει την απόφασή του.