«Η Μαρίν έβαλε µπροστά την Camaro, ανάβοντας τους προβολείς θυέλλης. Ξαφνικά είχε την αίσθηση ότι κάποιο όχηµα ερχόταν πίσω της µε ολόσβηστα τα φώτα. Κοίταξε εκεί που έπρεπε να ήταν ο οδηγός, αλλά δεν µπόρεσε να διακρίνει κανέναν.»
«Ήταν δειλινό κι αυτός έβγαζε απαλά τη σφικτή µεταξένια τραχηλιά από το µελανιασµένο λαιµό του παιδιού, πριν καθίσουν στο τραπέζι για το δείπνο. Η πόρτα µιας καταπακτής έκλεισε, τρίζοντας µες στο σκοτάδι. Υπέθεσε ότι ήταν το κελάρι όπου είχε κρυφτεί το αγόρι. Υπήρχε µάλιστα και λίγη χρυσόσκονη πάνω του. Αλλά, όταν σήκωσε το καπάκι, είδε ότι ήταν το ξύλινο φέρετρο ενός άντρα. Και η χρυσόσκονη δεν ήταν παρά λίγο χώµα που σκέπαζε τον τάφο…»
Στο νέο αστυνοµικό µυθιστόρηµα της ?όµνας Κατσαµάκη, µια µάχιµη δηµοσιογράφος σε συνεργασία µε έναν αστυνοµικό επιθεωρητή επιχειρούν να εξιχνιάσουν µια σειρά από δολοφονίες, που σχετίζονται µε ένα εκκλησιαστικό ίδρυµα για παιδιά. Κατά τη διάρκεια της έρευνας έρχονται σε επαφή µε γεγονότα του παρελθόντος και την επίδρασή τους στις ζωές τους.