Ο δωδεκάχρονος Μπερντ ζει με τον πατέρα του σε μια τρομαγμένη κοινωνία, όπου κυριαρχούν ο φόβος και η ανασφάλεια που άφησαν πίσω τους τα χρόνια της κρίσης. Ο Μπερντ ξέρει ότι δεν πρέπει να ρωτάει πολλά-πολλά, να ξεχωρίζει υπερβολικά, ή να ξεμακραίνει πολύ. Επί μια δεκαετία, η ζωή τους ορίζεται από νόμους γραμμένους για τη διατήρηση της «αμερικάνικης κουλτούρας» στον απόηχο χρόνων οικονομικής αστάθειας και βίας. Για την τήρηση της τάξης και την αποκατάσταση της ευημερίας οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί αντιπατριωτικό «απομακρύνεται».
Aυτό συμβαίνει και με το έργο της μητέρας του, της Μάργκαρετ, μιας Κινεζοαμερικάνας ποιήτριας που μια μέρα απλώς εγκατέλειψε τον γιο της, όταν εκείνος ήταν εννιά χρονών. Κι έτσι, ο Μπερντ μεγάλωσε αποκηρύσσοντας τη μητέρα του και τα ποιήματά της. Δεν έχει νέα της, δεν ξέρει πού βρίσκεται και δεν πρέπει να ρωτάει. Όταν όμως λαμβάνει ένα μυστηριώδες γράμμα που περιέχει μονάχα μια αινιγματική ζωγραφιά, ρίχνεται σε μια περιπέτεια για να την ξαναβρεί.
Το ταξίδι του θα τον οδηγήσει στις σελίδες αμέτρητων παραμυθιών που του αφηγούνταν όταν ήταν παιδάκι, στις τάξεις ενός παράνομου δικτύου βιβλιοθηκών, στις ιστορίες παιδιών που τα έχουν απομακρύνει από την οικογένειά τους, και, τέλος, στη Νέα Υόρκη, όπου μια νέα πράξη απείθειας μπορεί να είναι η αρχή της πολυπόθητης όσο και αναγκαίας αλλαγής.
Το Οι χαμένες μας καρδιές είναι μια παλιά ιστορία που εδώ γίνεται καινούργια, για το πώς τάχα πολιτισμένες κοινότητες κάνουν πως δεν βλέπουν τις πιο αφόρητες αδικίες. Είναι μια ιστορία για τη δύναμη -και τα όρια- της τέχνης να επιφέρει την αλλαγή, τα διδάγματα και τις παρακαταθήκες που αφήνουμε στα παιδιά μας, και το πώς μπορεί κανείς να επιζήσει σε έναν χαλασμένο κόσμο με την καρδιά ακέραιη.