Η πρώτη σκέψη που έκανε έντρομη η Κορνίλια μόλις άνοιξε τα μάτια της κι αντίκρισε τα αμέτρητα σωληνάκια και τα τελευταίας τεχνολογίας ιατρικά μηχανήματα, ήταν ότι στη μνήμη της δεν υπήρχε η παραμικρή πληροφορία.
Αδύνατον να θυμηθεί το όνομά της, να μαντέψει την ηλικία της ή την πόλη στην οποία βρισκόταν. Ήταν παντρεμένη;
Υπήρχαν άραγε παιδιά; Ποιος πλήρωνε την ακριβή της νοσηλεία και πόσοι κοντινοί της άνθρωποι θα έρχονταν να την επισκεφτούν με τη χαρμόσυνη είδηση ότι η αγαπημένη τους είχε συνέλθει από το κώμα;
Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε και ο γοητευτικός Εμανουέλ της συστήθηκε ως ο σύζυγός της. Ένας πετυχημένος πιλότος, που απλόχερα της πρόσφερε την αγάπη του και, επιπλέον,
όλες τις ανέσεις μιας καλής ζωής. Μια σπάνια τύχη! Ή μήπως όχι;
Η Κορνίλια ήξερε.
Μ’ έναν περίεργο τρόπο, ήξερε πως αυτή η ζωή δεν ήταν η δική της. Πεπεισμένη ότι καθόταν στο θρόνο μιας άλλης, έπρεπε αμέσως ν’ ανακαλύψει με ποιον τρόπο της είχε κλέψει τη ζωή…
και πού πραγματικά βρισκόταν η προκάτοχός της.
Έπρεπε πρώτα να δώσει απάντηση στο ερώτημα: Πώς τόσοι άνθρωποι την είχαν αναγνωρίσει ως την εξαφανισμένη σύζυγo και γιατί ένιωθε πως τώρα κινδύνευε η ζωή της;