Ο γιατρός Στέργιος Χ. αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του µετά την ήττα του Δηµοκρατικού Στρατού, το 1949, και, µε χιλιάδες άλλους πολιτικούς πρόσφυγες, να οδηγηθεί στην Τασκένδη του µακρινού Ουζµπεκιστάν. Δεκαοχτώ χρόνια αργότερα –βαθιά απογοητευµένος από τη διάλυση των παλιών του ιδανικών, τον αλληλοσπαραγµό των συντρόφων του και την κοµµατική παρέµβαση στην προσωπική του ζωή, που θέτει σε κίνδυνο τη γυναίκα που αγαπάει «παράνοµα»–, θα αφήσει πίσω του για πάντα την «πατρίδα από βαµβάκι» και, µαζί, τον µοιραίο έρωτα που έζησε εκεί. Παίρνει µε την οικογένειά του το τρένο και ταξιδεύει, µέσω Μόσχας, για τα Σκόπια, µε στόχο να φτάσει σε απόσταση αναπνοής στην Ελλάδα της χούντας. Κατά τη διάρκεια της διαδροµής αυτής, ο Στέργιος Χ. θα ανακαλέσει τις πιο σηµαντικές στιγµές της ζωής του –που συνδέονται µε τραγικές πτυχές της ελληνικής ιστορίας– από τη δεκαετία του 1930 έως τη δικτατορία των συνταγµαταρχών. «Εκείνο που έχει µεγαλύτερη σηµασία στο µυθιστόρηµα της Χουζούρη είναι το σκάλισµα της πληγής ως το µεδούλι τώρα που ο κύκλος έχει κλείσει οριστικά και η εµπειρία των παλαιότερων µπορεί να γίνει πηγή αναστοχασµού για τους νεότερους, σε µια εποχή όπου οι εξόριστοι (πολιτικοί, φυλετικοί και κοινωνικοί εξόριστοι) βρίσκονται και πάλι, έστω και µέσα από εντελώς διαφορετικούς δρόµους, στο προσκήνιο». Βαγγέλης Χατζηβασιλείου «Η Έλενα Χουζούρη γράφει για τον ελληνικό Εµφύλιο, για το ακατανόητο φαινόµενο της απόλυτης επιβολής που άσκησε σε δεκάδες εκατοµµύρια Σοβιετικούς ο µεγάλος Πατερούλης παράλληλα προς τις συνθήκες τροµοκρατίας που επέβαλε στην καθηµερινή τους ζωή. Κι ακόµα θίγει το σχετικώς αποσιωπηµένο δράµα των αιµατοβαµµένων συγκρούσεων, που έλαβαν χώρα ανάµεσα στους Έλληνες πρόσφυγες της Τασκένδης στη διάρκεια των κοµµατικών εκκαθαρίσεων του ’50». Ελισάβετ Κοτζιά «[Στο Πατρίδα από βαµβάκι] το ανθρώπινο υποκείµενο αναγνωρίζει, µέσα από την εµπλοκή του στην Ιστορία και την πολιτική, ότι οι ψυχικές ανάγκες του µπορεί να µη συµβαδίζουν µε την ιδεολογική στράτευσή του». Δημοσθένης Κούρτοβικ «Η Έλενα Χουζούρη ερευνά σε βάθος την εποχή και κεντά µε µια πραγµατικά αξιοθαύµαστη τεχνική το βιβλίο, λέξη τη λέξη, σελίδα τη σελίδα. Επιστολές, ηµερολογιακές εγγραφές, αφηγήσεις προσώπων που εµπλέκονται ποικιλοτρόπως στις περιπέτειες της εποχής και του ήρωα, ψηφίδες ειδησεογραφίας και σπαράγµατα άλλων πηγών συµπλέκονται µε διαλεκτικό τρόπο –και βασανιστική, υποθέτω, δουλειά– σε ένα µυθιστόρηµα που αποτελεί πρότυπο µοντερνιστικής πεζογραφικής κατάθεσης». Νίκος Κουνένης