Δεν μπορούσα να συνεχίσω έτσι… Χωρίς διέξοδο, χωρίς μέλλον, με τον ψυχολογικό εκφοβισμό να με κατατρώει.
Ο Λίβιο παρουσιάζει μια εργασία για την καύση βιβλίων από τους ναζί κατά τον Β/ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναφέρεται στον Μάγκνους Χίρσφελντ, έναν Γερμανοεβραίο γιατρό που πάλεψε για την ισότητα των φύλων και τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Για τον Λίβιο είναι κάτι περισσότερο από μια απλή παρουσίαση, είναι μια διεκδίκηση, μια εξομολόγηση. Αντιμετωπίζεται όμως με αμηχανία, αδιαφορία αλλά και εχθρικότητα.
Από τότε αγνοείται. Κανείς δεν ξέρει τι έχει απογίνει... Στον απόηχο της εξαφάνισης αντηχούν όλα τα δύσκολα ερωτήματα. Κι αν αυτή η φυγή ήταν η απόλυτη έκφραση του θάρρους;
Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο:
Μόλις τελείωσε η παρουσίαση του Λίβιο, ένιωσα ταπεινωμένη ακούγοντάς τον να μιλάει, σαν να μη συνέβαινε τίποτε, για τον αγώνα του Μάγκνους Χίρσφελντ να καταργηθεί η παράγραφος 175 του γερμανικού Ποινικού Κώδικα, η οποία τιμωρούσε την ομοφυλοφιλία. Να μιλάει μπροστά σε εμένα που ήμουν ερωτευμένη μαζί του και που το ήξεραν οι πάντες. Κι ας προσθέσω ότι με θεωρούσαν τη φιλεναδούλα του Λίβιο, καταλαβαίνετε λοιπόν. Με έπιασε τρέμουλο. Όσο περνούσε η ώρα, και στο μέτρο που καταλάβαινα, όλα γύρω μου άρχισαν να γυρίζουν ανάποδα και ξαφνικά τα έβλεπα πάλι μπροστά στα μάτια μου. Ήταν η πιο παράξενη εμπειρία της εφηβείας μου. Μάλλον αμήχανη, θα έλεγα. Όπως τότε που ο μπαμπάς μου έφυγε.
Παρόλο που ο Λίβιο δεν μου είχε πει ποτέ ψέματα, ένιωθα εξαπατημένη. Το είχε απλώς παραλείψει γιατί δεν μπορούσε να μου το εκμυστηρευτεί. Ήταν διαφορετικός, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είχε χρησιμοποιήσει τον συγκεκριμένο τρόπο για να βάλει τέλος στην παρεξήγηση. Είχε ζητήσει από τον Μάγκνους Χίρσφελντ να τον σώσει. Για τον Χίρσφελντ είχε βρει τα κατάλληλα λόγια ο Λίβιο, όχι για τον εαυτό του.
Καμίγ