Έτσι το μαύρο μερμήγκι βρέθηκε σε δυό φυλακές. Στη μια φυλακή με τους ψηλούς πέτρινους τοίχους που ’χαν στις ντάπιες τους σκοπιές χωροφυλάκων και την εξουσίαζε ο ταξικός αντίπαλος, ο εχθρός, οι άλλοι, και σε μια δεύτερη φυλακή, τη φυλακή της φυλακής, που την εξουσίαζαν οι καθοδηγητές, μια φυλακή με αόρατους αδιαπέραστους τοίχους που τον απομόνωσε από τους συγκρατούμενούς του, τους συναγωνιστές του, τους δικούς του.
H ΣΥΝΤΟΜΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚH ΠΟΡΕΙΑ του Μάριου Χάκκα, επηρεασμένη βαθιά από την αναμέτρηση με τη θανατηφόρα ασθένειά του, είναι μια πορεία που περιγράφει, με ρεαλισμό και σαρκασμό, το μετεμφυλιακό κράτος και τις απαρχές της Μεταπολίτευσης. Στις σελίδες του Τυφεκιοφόρου του εχθρού παρακολουθούμε τον κοινωνικό τύπο του αριστερού πολίτη («γ κατηγορίας »). Παράλληλα, ο Χάκκας μας ξεναγεί στη μεταπολεμική Αθήνα: στην πόλη της «αντιπαροχής» και της αρχιτεκτονικής μετάλλαξης, της ευδαιμονίας, του καταναλωτισμού και της εύκολης κοινωνικής ανόδου. Στα διηγήματα του Χάκκα αποτυπώνεται ο κόσμος του βασανιστικού εγκλεισμού, η τιμωρητική εθνικοφροσύνη, η διαρκής επιτήρηση των στιγματισμένων φαντάρων και των «φακελωμένων» πολιτών, το βίωμα της ήττας της Αριστεράς, αλλά και οι πρώιμες αμφισβητήσεις των κομματικών μηχανισμών και της δογματικής καθοδήγησης. Από την άλλη μεριά, η αφήγηση φέρνει στο προσκήνιο την καθημερινή φθαρτότητα των συναισθημάτων, το αίσθημα της αστικής αλλοτρίωσης, την εμπορευματοποίηση των σχέσεων, τη λαϊκότητα της αλληλεγγύης, αλλά και τον καθησυχαστικό λαϊκισμό των παθών και των συγκινήσεων. Συνδυάζοντας τη διεισδυτική ματιά της κοινωνικής κριτικής με τις μοντερνιστικές τεχνικές του «παραλόγου», ο Χάκκας καταγράφει τις ιδεολογίες και τις νοοτροπίες μιας κοινωνίας, που ζει με τις στοιχειωμένες μνήμες της Κατοχής και του εμφυλίου, την ώρα που αρχίζει η μετάβασή της στην εποχή του ευκαιριακού ατομικισμού και στις διαψεύσεις των Έτσι το μαύρο μερμήγκι βρέθηκε σε δυό φυλακές. Στη μια φυλακή με τους ψηλούς πέτρινους τοίχους που ’χαν στις ντάπιες τους σκοπιές χωροφυλάκων και την εξουσίαζε ο ταξικός αντίπαλος, ο εχθρός, οι άλλοι, και σε μια δεύτερη φυλακή, τη φυλακή της φυλακής, που την εξουσίαζαν οι καθοδηγητές, μια φυλακή με αόρατους αδιαπέραστους τοίχους που τον απομόνωσε από τους συγκρατούμενούς του, τους συναγωνιστές του, τους δικούς του.
συλλογικών οραμάτων. Τα διηγήματα του Τυφεκιοφόρου μας βοηθούν, επίσης, να κατανοήσουμε πώς, αρκετά πριν τον Μπιντέ και το Κοινόβιο, ο Χάκκας είχε ήδη αρχίσει να πειραματίζεται με τη «λογοτεχνία της οργής», που σημάδεψε καταλυτικά τα κινήματα της μφισβήτησης, στη δεκαετία του ’60.
«Ότι τον είχαν φέρει απ’ το ψυχιατρείο. Τρελάθηκε, όταν πριν από χρόνια του τράβηξαν οι συναγωνιστές του μια αυστηρή απομόνωση. Φοβόταν ότι οι σύντροφοί του θα ρίχναν στο φαΐ του φαρμάκι».
Δεν ήταν εύκολο να δεις από τη μια μέρα στην άλλη τους φίλους για εχθρούς. Δεν ήταν εύκολο ν’ ανοίξεις μέσα σου στα γρήγορα ένα δεύτερο μέτωπο. Πώς να μεταστρέψεις τόσο ξαφνικά τα συναισθήματά σου;
Συνέβησαν όλα τόσο ξαφνικά. Η εσωτερική φυλακή του ήρθε απρόοπτα. Δεν πρόλαβε καν να το καταλάβει. Για τη φυλακή του ταξικού αντιπάλου δε νοιάζονταν διόλου. Από την πρώτη στιγμή που τον πιάσανε ατσάλωσε τις κεραίες του, προπαρασκεύασε τον εαυτό του ότι θα ζήσει μερικά χρονάκια μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό τούνελ κι ότι οπωσδήποτε κάποτε θα ’βγαινε στο φως. Η απομόνωση όμως του ήρθε αναπάντεχα. Εκεί που περπατούσε στο προαύλιο ένιωσε τους άλλους ν’ απομακρύνονται, να ξεμακραίνουν οι φίλοι, κι αμέσως ατάλαβε πως αυτή ήταν η πραγματική φυλακή. Του φαινόταν πια ακατόρθωτο να σπάσει τον κλοιό της σιωπής που κατασκεύασαν γύρω του, αδύνατο να ξεφύγει την παγωνιά που φύσαγαν μέσα του.
– Απόσπασμα από το διήγημα «Τα κόκκινα μυρμήγκια»