«Αλήθεια λέω» δοκίµασε να την πιέσει. «Υπάρχει κι άλλος κόσµος στο νησί, πέρα απ’ τον ξένο». Αλλάζοντας φορά, η Καλυψώ έπιασε να ξετυλίγει το νήµα απ’ τον αριστερό καρπό και να το τυλίγει πίσω στο κουβάρι. «Καλά θα κάνεις να κοιµάσαι περισσότερο» της πέταξε στο τέλος, χωρίς να την κοιτάζει. «Και να µην ονειρεύεσαι τόσο. Τα πολλά όνειρα βλάπτουν. Κι ας µην ξεχνάµε πως µας βαραίνει και τις δυο µια κούραση αιώνων». Έχουν περάσει αιώνες από τον απόπλου του Οδυσσέα, κι η Καλυψώ, πιστή στο όνοµά της, καλύπτει το νησί της µε την οµι?χλη των πε?πλων της, κρατώντας αθέατο τον κόσµο, αποµονώνοντας έτσι και τη Μελάνθη, την τελευταία δούλη που της έχει αποµείνει. Ώσπου µια µέρα φτάνει στο νησί ένας ξένος από τη σύγχρονη εποχή. Η άφιξή του θα γίνει αφορµή να ζωντανέψουν µνήµες από το παρελθόν, και να δοκιµαστεί η φιλοξενία αλλοτινών και τωρινών καιρών. Σιγά σιγά θ’ αρχίσει να βλέπει η Μελάνθη αυτά που δεν µπορεί να συγκαλύψει πια η Καλυψώ.