Πέντε χρόνια μετά το "Μια φυσιολογική ζωή", ο Βασίλης Παλαιοκώστας επανέρχεται. Αυτή τη φορά με ένα βιβλίο που μιλάει για τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια - χρόνια που τον σημάδεψαν και σχημάτισαν, εν πολλοίς, τον χαρακτήρα του. Ο ρομαντισμός, που ως στοιχείο διαπερνούσε τον θυελλώδη κόσμο της "Φυσιολογικής Ζωής", βρίσκεται εδώ στον φυσικό του χώρο, στον τόπο που γεννήθηκε. Τα μέρη που στο πρώτο βιβλίο περιγράφονται εδώ κι εκεί, είτε ως αναπόληση είτε, κυρίως, ως πεδία μάχης, διαφυγής, επιβίωσης, εμφανίζονται εδώ στο προσκήνιο, φωτισμένα με το φως μιας άλλης εποχής, αποτελώντας τον κυρίως καμβά μιας ιστορίας κοινής, καθημερινής, πράγματι φυσιολογικής. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας ξαναθυμάται, περιδιαβαίνει και περιγράφει τα βουνά, τα λειβάδια, τα ποτάμια, τις στάνες, τα χωριά της ελληνικής υπαίθρου και τους ανθρώπους της με τα μάτια και τον ρυθμό ενός παιδιού και μας αφήνει να ζήσουμε εκεί, μαζί του.
Το σχέδιο είχε από μέρες εκπονηθεί. Όλα μελετημένα. Μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Σκεπασμένοι με τη βαριά βελέντζα και καμώνοντας τους κοιμισμένους, παραφυλάγαμε ώρα, μέχρι να πάρει ο ύπνος τους γονείς μας που είχαν ξαπλώσει αποβραδίς στο κρεβάτι της κουζίνας. Στο άκουσμα του πρώτου ροχαλητού του Λεωνίδα, ανασηκωθήκαμε. Κάτω απ' το κρεβάτι μας είχαμε κρυμμένο ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για τον σκοπό μας. Δύο τσουβάλια, δύο μαχαίρια, δύο φακούς και μία τανάλια! Τα πήραμε, περάσαμε σαν σκιές την επίτηδες μισάνοιχτη σανιδόπορτα του δωματίου και νυχοπατώντας φτάσαμε στην κεντρική μεταλλική πόρτα του σπιτιού. Με την ίδια αγωνιώδη ταραχή που φέρνει η προσπάθεια απενεργοποίησης ενός εκρηκτικού μηχανισμού, τραβήξαμε σιγά-σιγά το μάνταλο της κλειδωνιάς και γυρνώντας αργά-αργά το πόμολο την
ανοίξαμε. Σαν ξεπορτίσαμε, την κλείσαμε πίσω μας με την ίδια ακριβώς προσοχή και χαθήκαμε στο βαθύ σκοτάδι... σαν τ' αερικά.
[...] «Όποιος σκοτώσει φασιανό, πάει φυλακή!» Αυτή η φοβέρα επικρεμόταν πάνω απ' τα κεφάλια των χωρικών. Με τον θυμό της αδικίας να ξεχειλίζει μέσα μας, πήραμε τη μεγάλη απόφαση. Να χτυπήσουμε το πρόβλημα στην καρδιά του, κάνοντας καταδρομική επιχείρηση στο εκτροφείο! Το σχέδιο που καλούμασταν να φέρουμε σε πέρας εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα ήταν απλό. Να πάρουμε μαζί μας όσους φασιανούς χωρούσαν τα τσουβάλια μας και τους υπόλοιπους να τους απελευθερώσουμε, για να καταλαγιάσει μέσα μας το άχτι της αδικίας! (Από τον εκδότη)