Κοίτα τον τόπο σου, κοίτα την εύφορη Γαλλία
και ιδές τις πολιτείες και τα χωριά πώς τα ’χει
ρημάξει και παραμορφώσει ο σκληρός εχθρός.
Καθώς κοιτάει η μάνα το μωρό της, όταν θάνατος
του κλει τ’ αβρά ετοιμοθάνατά του μάτια,
δες, δες την καταλύτρα αρρώστια της Γαλλίας·
δες τις πληγές, τις πιο αφύσικες πληγές,
που ’δωσες ο ίδιος συ στο πονεμένο στήθος της.
Ω, γύρισε αλλού την κόψη του σπαθιού σου·
χτύπα αυτούς που πληγώνουν, μην πληγώνεις όσους
βοηθάν. Μια στάλα αίμα απ’ της πατρίδας σου το στήθος
θα ’πρεπε να σε θλίβει πιο πολύ από ποτάμια
ξένο αίμα: γι’ αυτό, γύρνα με πλημμύρα δάκρυα
και ξέπλυνε της χώρας σου τα ματωμένα στίγματα.
[…]
Όταν ο Τάλμποτ υποτάξει τη Γαλλία
και σένα σ’ έχει φτιάξει όργανο για το κακό,
ποιος τότε έξω από τον Άγγλο Ερρίκο θα ’ναι αφέντης;
Ενώ εσύ θα πεταχτείς όξω σαν πρόσφυγας.