Σε μένα ’χει προσπέσει, όπως σε σένα τώρα εγώ,
κι ο άγριος πολεμόθεος που ποτέ ?ω φόβος, τρόμος!–
δεν έχει σκύψει ο σβέρκος του ο νευρώδης σε ομαλό
και βγαίνει πάντα νικητής σ’ όποιον αγώνα· κι όμως
αιχμάλωτος και σκλάβος μου με ικέτευε γι’ αυτό
που δίχως συ να το ζητάς σου το προσφέρω εγώ.
Κρέμασε δόρυ, κράνος του αδάμαστο κι ασπίδα
χωράτευε και χλεύαζε με σκέρτσα λιγωμένα.
Το άγριο ταμπούρλο του και τη σημαία την κόκκινή του:
την αγκαλιά μου είχε ομαλό, το στρώμα μου σκηνή του.
Έτσι τον παντοκράτη αυτόν τον κυβερνούσα εγώ
μ’ άλυσο από τριαντάφυλλα τον έσερνα δεμένο
κι ο που η αλκή του υπόταζε το ατσάλι το σκληρό
με υπόφερνε να τον περιγελάω και να τον δένω.
Ω, μην καυκιέσαι πως μπορείς να τα βάλεις με μια
που υπόταξε τον πολεμόθεο τον αρχιφονιά.