Ο θίασος του Περικλή απολαμβάνει το απόγειο της δόξας του στον Αγιόλυκο, ένα μικρό θεσσαλικό τσιφλίκι όπου οι κολίγοι ζουν - μυστηριωδώς – με αναπάντεχη αφθονία. Τη θεόσταλτη μα ευαίσθητη ευημερία διαφυλάσσουν, με κάθε κόστος, οι ευσεβείς γυναίκες του χωριού. Όλα βαίνουν καλώς, όσο όλοι κάθονται ήσυχοι στ’ αυγά τους. Η επιθυμία απαγορεύεται.
«Να δω τι θα πάθω». Με αυτή τη φράση η δεκάχρονη Νίνα αποφασίζει να παραβεί τα όρια και αποτολμά το αδιανόητο. Όταν το παιδικό της αμάρτημα συμπίπτει με μια δυσβάσταχτη απώλεια, η οργή ξεσπά πάνω της, γιγαντωμένη από τον φόβο και τη δεισιδαιμονία. Μέσα στην ταραχή που επικρατεί κανείς δεν αντιλαμβάνεται πού οδηγείται το παιδί, υπό το άδικο βάρος της ενοχής. Και κανείς δεν ψάχνει την αλήθεια.
Ποιοι ευθύνονται πραγματικά για την τραγωδία; Αυτοί που αφέθηκαν με πάθος στον έρωτα ή εκείνοι που έμειναν πίσω προδομένοι; Ποιος έχει δικαίωμα στην επιθυμία και ποιος ζητά δικαίωση;
Στο μεταξύ, στο αριστοκρατικό ξενοδοχείο Ακταίον Φαλήρου, εν μέσω μιας υπέρλαμπρης γιορτής, κάποιος διασκεδάζει αποφασίζοντας για την τύχη των άλλων. Μα αυτή τη φορά τα λογαριάζει λάθος.
Μέρες του 1903. Η άρχουσα τάξη των Αθηνών αισθάνεται αριστοκρατία, βιώνοντας τη βραχύβια Belle Epoque της. Η Θεσσαλία στενάζει υπό το απάνθρωπο καθεστώς των τσιφλικάδων. Τα θεατρικά μπουλούκια γυρίζουν την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη, χαρίζοντας γέλιο και παρηγοριά, υπομένοντας το ανάθεμα της Εκκλησίας και τις προκαταλήψεις ενός αμόρφωτου λαού.