Αν η ιστορία μιας χώρας γυρνούσε πίσω στην εποχή της γέννησής της, αν μια πόλη ολοένα μίκραινε και γινόταν ένα μικροσκοπικό χωριό και μετά ένα βοσκοτόπι, πώς θα μπορούσε κανείς να επιβιώσει; Η Μαρία Βαλντές Νέιλαν, η ηρωίδα αυτού του βιβλίου, γυρεύει το δρόμο της μέσα στο χάος μιας βιβλικής καταστροφής.
Από τη μια μέρα στην άλλη, το ηλεκτρικό κόβεται, οι υπολογιστές αντικαθιστώνται από γραφομηχανές, οι εκπομπές στην τηλεόραση προβάλλονται με διακοπές. Η Κοσμοχαλασιά ερημώνει όλες τις πόλεις, διαλύει κάθε ίχνος πολιτισμού. Οι άνθρωποι κλείνονται στο σπίτι τους κι όσα κτίρια έχουν μείνει ακόμα όρθια γίνονται φρούρια, ενώ η τροφή διανέμεται σαν το συσσίτιο. Έξω οι διαδηλωτές κολλάνε προκηρύξεις κατά της Κοσμοχαλασιάς. Βιτρίνες σπάνε, οι δρόμοι γεμίζουν θύματα. Και η Μαρία εισέρχεται σταδιακά στη βαρβαρότητα: χάνει τη δουλειά της ως γραμματέας, περιπλανιέται αβοήθητη στους δρόμους, γίνεται νοσοκόμα μα και πόρνη, διαπράττει ένα φόνο, τρέπεται σε φυγή και καταλήγει στις φυλές της προκολομβιανής περιόδου. Αναζητεί τον Αλεχάντρο και νοσταλγεί τις βόλτες τους με τη μηχανή σε όλο το Μπουένος Άιρες. Ο ωραίος Αλεχάντρο όμως παραμένει άφαντος, ο παράδεισος του Μπουένος Άιρες μοιάζει να 'χει οριστικά χαθεί.
Το μυθιστόρημα αυτό είναι μια πολιτική αλληγορία για την τρομακτική κρίση της Αργεντινής, που τελικά ξεσπά και σαρώνει στο διάβα της τα πάντα. Μια ιστορία για την έρημο, αλλά και για τη φωνή της ερήμου, που αφηγείται με παράδοξο χιούμορ και πηγαία ανθρωπιά την κατάντια της ίδιας της ανθρωπότητας.