Άλλες ιστορίες αρχίζουν έτσι, άλλες αλλιώς. Η δική μας αρχίζει με μια έκρηξη: την έκρηξη του Χρυσού Αιώνα. Που ήταν τόσο χρυσός, ώστε δεν χρειάστηκε καν όλα τα εκατό του χρόνια για να λάμψει και ν' αστράψει διαπαντός. Τον έφτασαν τριάντα, τα τριάντα χρόνια του Περικλή, που ήταν ο ίδιος ένας άνθρωπος-έκρηξη. Ένας άνθρωπος, που μάζεψε κοντά του φιλοσόφους και γλύπτες, ποιητές και στρατηγούς, εμπόρους και μουσικούς, και τους χάρισε στην πόλη.
Μια έκρηξη που είχε μέσα της αμέτρητες άλλες μικρότερες εκρήξεις. Εκρήξεις από πέτρα που τίναξαν ψηλά πυροτεχνήματα μαρμάρινα κι ακόμα τα βλέπουμε. Εκρήξεις από λόγια, που σκάρωσαν ποιήματα και ιστορίες και σκέψεις λαμπερές, που ακόμα τις διαβάζουμε. Εκρήξεις από αριθμούς και νοήματα, που έστησαν αργότερα πανεπιστήμια ξακουστά. Εκρήξεις από θεάματα και μάσκες και χορούς...
Εκρήξεις από γυμνάσια και ζωγραφιές και παιχνίδια και γιορτές.
Αυτή ήταν η Αθήνα η Χρυσή, με τον Παρθενώνα της και την Αγορά της, με τους δρόμους και τα ποταμάκια της και τα πλατάνια της. Το κυριότερο, όμως: με τους ανθρώπους της, που είχαν πάψει να κοιτάζουν προς τη μεριά της στεριάς, της λιγοστής στεριάς που είχαν ως τότε διαφεντέψει. Κι είχαν στρέψει το βλέμμα τους προς την απεραντοσύνη της θάλασσας. Που τους περίμενε να την κυριεύσουν, να την κάνουν δική τους, ως την άκρη -που δεν είχε.