Οι Καστοριανοί, κλειδωμένοι στις ψυχές τους, μάζευαν τους κυνηγημένους, αποθήκευαν οργή και πόνο, αγρίευαν μέρα τη μέρα ανεξέλεγκτα. Ως και οι Στρατιώτες της λίμνης τους ορθώθηκαν, μέχρι τις ρίζες τους αναστατωμένοι. Ανασηκώθηκαν λογχίζοντας την επιφάνειά της, αναταράχτηκαν τα νερά, μαύρισαν, θα λύτρωναν, αποφάσισαν κι αυτοί, απ' το ανελέητο μαρτύριο την πανάρχαια πόλη, ακόμη κι αν χρειαζόταν να παρασύρουν τους διώκτες της ως τα μαύρα νερά τους· ως τα θολά βάθη τους. Εκεί θα τους έθαβαν, στη λάσπη του βυθού, με τις ρίζες τους τυλιγμένες στον λαιμό! Δεν πήγαινε άλλο!
Τα Βαλκάνια ανάστατα πάλι, ανήσυχα, στα 1903. Και τάχα πότε ησύχασαν; θα ρωτήσετε. Κι ενώ Βούλγαροι χαϊντούκοι, Αλβανοί ληστές και Τούρκοι δυνάστες ταλανίζουν καθημερινά τη Μακεδονία, καταφθάνει στην Καστοριά ο Θεόδωρος Κουμανούδης, γουναράς και γουνέμπορος, διχασμένος ανάμεσα στο Βελιγράδι και τη γενέθλια πόλη. Έρχεται στην Καστοριά να δει, εκτός απ' τους δικούς του, και τον φίλο του, τον νεαρό ιεράρχη Γερμανό Καραβαγγέλη, λίγο πριν από τη βουλγάρικη ψευδοεπανάσταση του Ίλιντεν.
Ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα, στο οποίο διαπλέκονται προσωπικές ιστορίες με γεγονότα ιστορικά, ενώ περιγράφεται κοντά στο ριζικό των απλών ανθρώπων και η γενική μοίρα ενός ολόκληρου λαού.