Για ποιον είναι τα δάκρυα, Σιμόνη; Είναι για εκείνους που αποχωρίστηκες, που ξεριζώθηκαν απ’ τη ζωή σου χωρίς αντίο; Για τη γη όπου γεννήθηκες και που δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια; Είναι για την αγάπη που στερήθηκες; Για μια πατρίδα, μια ιδέα που πάλεψες να υπερασπιστείς κι έχει χαθεί για πάντα; Και τώρα; Τι κάνεις τώρα; Λυπάσαι. Θυμώνεις. Αναρωτιέσαι… Όλα αυτά έφερνε στο μυαλό της η Σιμόνη. Αναλογιζόταν τα εφηβικά της χρόνια, τότε που αγάπησε τον Μάριο και τον λάτρεψε σαν θεό, κι εκείνη την ιστορία για τις δύο πατρίδες. Για ποιον να ήταν όλα αυτά τα δάκρυα; ρωτούσε τον εαυτό της… Κι όπου κι αν πήγαινε, όπου κι αν βρισκόταν, κουβαλούσε πάντα τη μοναξιά της, μαζί με εκείνη τη φθαρμένη βαλίτσα και το βιολί της που δεν αποχωριζόταν ποτέ. 1938, 1943, 1948… Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Παλαιστίνη… Στα ίδια χώματα, στην ίδια γη, δύο κόσμοι συγκρούονταν για χρόνια. Δύο λαοί, δύο θρησκείες, άνθρωποι που τους δίχαζε η μισαλλοδοξία κι ο εθνικισμός, ακόμα κι όταν τα θύματα ξαφνικά έγιναν θύτες... Κι έτσι, η Σιμόνη ψιθύριζε ξανά και ξανά μια παλιά ευχή: «Λεχάιμ», «στη ζωή».Δεν είχε, όμως, υπολογίσει πως οι ανθρώπινες σχέσεις κι ο έρωτας είναι παιχνίδια που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει και πως το μεγαλύτερο ιδανικό στον άνθρωπο είναι η πίστη στην αξία της ανθρώπινης ζωής.