Μα να πεθάνεις και να πας άγνωστο πού·
να κείτεσαι ένα κρύο κουφάρι και να λιώνεις·
τούτη η αισθαντικιά όλο θέρμη ορμή να γίνει
ζυμάρι από πηλό· και το μακάριο πνεύμα
να λούζεται από πύρινα ύδατα, ή να μένει
σε περιοχή φριχτή, πυκνοπερίπλεχτη από πάγους,
ή να φυλακιστείς μες σε άφαντους ανέμους,
να σε φυσάν με βία ασύχαστη ολοτρόγυρα
στον μετέωρον κόσμο· ή να ’σαι το χειρότερο
απ’ τα χειρότερα, όσα νους λειψός κι αβέβαιος
φαντάζεται στριγγλίζοντας! – είναι πολύ φριχτό!
Ο πιο ελεεινός, ο πιο αποτρόπαιος βίος,
που χρόνος, πόνος, στέρηση και φυλακή
μπορούν στη φύση να επιβάλουν, είν’ παράδεισος
μπροστά στον φόβο του θανάτου.