Μ’ όλα αυτά απόκαμα, ζητάω ν’ αναπαυτώ στο μνήμα:
να βλέπω, λέω, την αρετή ζητιάνα γεννημένη,
το κούφιο Τίποτα φαιδρό με κορδωμένο βήμα,
την Πίστη την αγνότερη χυδαία απαρνημένη,
την τιμημένη Υπεροχήν αισχρά παραρριγμένη,
τη χάρη την παρθενική ωμά ξεπορνεμένη
την τέλειαν Ωραιότητα κακά εξευτελισμένη,
την Αξίαν από ανάπηρην κυβέρνια αχρηστεμένη,
την Τέχνη από την κρατική εξουσία γλωσσοδεμένη,
τη Γνώση απ’ τη σχολαστική Μωρία περιορισμένη,
την πιο απλήν Αλήθεια ηλίθια παρανομασμένη,
την Καλοσύνη στην κυρα-Κακία υποταγμένη.
Με όλ’ αυτά απόκαμα, δε θέλω πια να ζήσω,
μόνο που την αγάπη μου πεθαίνοντας θ’ αφήσω.