Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές και δραματουργούς σε παγκόσμια κλίμακα. Γεννήθηκε στο Φουέντε Βακέρος, στη Γρανάδα της Ισπανίας, στις 5 Ιουνίου 1898 και εκτελέστηκε κοντά στη Γρανάδα από τους εθνικιστές στις πρώτες φάσεις του εμφυλίου πολέμου, στις 19 Αυγούστου 1936.
Tο ερώτημα που αυτόματα γεννάται είναι η σχέση του πρωτότυπου ισπανικού κειμένου με το παρατιθέμενο ελληνικό υπό μορφή μετάφρασης, απόδοσης, μετάπλασης, μεταγραφής ή όποιας άλλης περισσότερο ή λιγότερο δόκιμης λέξης θέλει κάποιος να του επισυνάψει. Με λίγα λόγια στο σημείο αυτό ο μεταφραστής καλείται να απολογηθεί εν συντομία, για την τολμηρή πράξη του. Και να εκθέσει με τρόπο απόλυτα προσωπικό το τί σημαίνει γι’ αυτόν μετάφραση.
Δεν υπάρχει σοβαρότερος λόγος για να μάθουμε μια ξένη γλώσσα από το να αξιωθούμε να διαβάσουμε τους ποιητές της που εκφράστηκαν μέσα από αυτήν. Κι’ αυτό γιατί δεν υπάρχει σοβαρότερη ανθρώπινη δραστηριότητα από την ποίηση – υπό την προϋπόθεση ότι είναι πραγματική ποίηση (κριτήριο η αντοχή της στο χρόνο). Γιατί στο τέλος-τέλος όλα όσα αφορούν τον άνθρωπο, από την αίσθηση της ιερότητας της φύσης, την έκσταση του έρωτα, το δέος του μπροστά στον θάνατο και τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις, μέχρι την υπέρτατη λογική του ρεαλισμού και της γνώσης, εκφράζονται λιτά και επιγραμματικά μέσα από τον ποιητικό λόγο.
Και για να θυμηθούμε ξανά τον Λόρκα: “ποίηση είναι κάτι που κυκλοφορεί στους δρόμους, που κινείται μόνο του, που ζει δίπλα μας. Κάθε πράγμα έχει το μυστικό του και η ποίηση είναι το μυστήριο που συνέχει όλα τα πράγματα”.
Σ’ αυτή τη δίγλωσση έκδοση –κάθε μεταφρασμένη ποιητική συλλογή οφείλει να είναι δίγλωσση, παραθέτοντας στην κρίση του αναγνώστη και το πρωτότυπο ποιητικό κείμενο– παρουσιάζονται τα μείζονα ποιητικά έργα του «Ανδαλουσιάνου» Λόρκα: το «Ποίημα για το Τραγούδι του Βαθύ-καημού», οι «Τσιγγάνικες Μπαλάντες», η «Συλλογή του Ταμαρίτ» και ο «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας». Όλα τους αποτελούν έκφανση της λαϊκής ψυχής και της φορτισμένης ατμόσφαιρας της Ανδαλουσίας του φλαμένκο, των ελαιώνων και των ταυρομαχιών.
Είναι ανάμικτα με αρχέγονα χθόνια στοιχεία, πάθος, φανταστικούς μύθους, εσωτερικό ρυθμό, προσωπική αγωνία και γλωσσική δεξιοτεχνία, παραμέτρους που κι αυτές εκπηγάζουν από βαθύτερα σκοτεινά ρεύματα του duende (ντουέντε) του ποιητή, του αρχέτυπου σωκρατικού δαιμόνιου, της θείας αυτής μανίας, της ιερής δύναμης αποκάλυψης της φύσεως των πραγμάτων.
Σε πολλά από τα ανδαλουσιανά ποιήματα του Λόρκα είναι εμφανές ένα υπόβαθρο θρησκευτικότητας μέσα από τις βιβλικές αναφορές, την χριστιανική εικονογραφία και τη μοναδική ατμόσφαιρα κατάνυξης που επικρατεί στην Ανδαλουσία κατά την διάρκεια της εβδομάδας των Παθών.
Σε ολόκληρο το έργο του Λόρκα ο θάνατος πλανάται επίμονα. Ένας ισπανικός θάνατος αλλιώτικος από τους άλλους. Γιατί σύμφωνα με τον ίδιο τον ποιητή, στη διάλεξή του το 1933 για την Πρακτική και Θεωρία του duende: «Σε όλες τις χώρες ο θάνατος είναι το τέλος. Όταν έρχεται, οι κουρτίνες κλείνουν. Όχι όμως στην Ισπανία… Εκεί ο νεκρός είναι περισσότερο ζωντανός απ’ ότι ένας νεκρός οπουδήποτε αλλού στον κόσμο».
Όμως αρκετά είπαμε. Ο Λόρκα δεν είναι ούτε για να αναλύεται, ούτε για να σχολιάζεται ή για να επεξηγείται. Είναι για να διαβάζεται, να βιώνεται και να αγαπιέται.