Το κορυφαίο έργο του Λόρκα «Ποιητής στη Νέα Υόρκη» (Poeta en Nueva York) γράφηκε με βάση τις εκεί εμπειρίες του (1930) και ολοκληρώθηκε το 1933.
Η παρούσα έκδοση, κατά πάγια αρχή του μεταφραστή, είναι δίγλωσση, παραθέτοντας στην κρίση του αναγνώστη και το πρωτότυπο ποιητικό κείμενο. Ο τίτλος της συλλογής επιλέχθηκε από τον ίδιο τον Λόρκα για να ηχεί εσκεμμένα παράδοξος. Πώς είναι δυνατό να είναι κανείς «ποιητής στη Νέα Υόρκη», μετά την εντύπωση που απεκόμισε ο ποιητής από την παραμονή του σε αυτήν; («Το εντυπωσιακό για το κρύο και τη σκληρότητα είναι η Wall Street. Σε κανένα μέρος του κόσμου δε νιώθεται όπως εκεί η ολική απουσία του πνεύματος, η περιφρόνηση της καθαρής επιστήμης και ο δαιμονιακός σεβασμός του παρόντος»).
Ο ποιητής του «πνεύματος της γης» ήρθε αντιμέτωπος με τα «δαιμόνια της πόλης». Τα προσδιόρισε, τα κατήγγειλε και τα αφόρισε. Και παράλληλα προφήτευσε, ειδικά για τη Νέα Υόρκη, αυτά που έμελε να της συμβούν στις μέρες μας, με την καταστροφή των δίδυμων πύργων της, μέσα από ένα φορτισμένο στο έπακρο ποίημα αυτής της συλλογής («Χορός του Θανάτου»). Και ενδεχομένως προφητεύει και αυτά που θα συμβούν στο μέλλον.
Η λυτρωτική προσφορά του ποιητή (που ονειρεύεται) στην πόλη (την χωρίς όνειρα) είναι η υπενθύμιση της παρουσίας της «ζώσας γης» κάτω από τις υλικές υποδομές, τα κτίρια, τα δίκτυα και τα πεζοδρόμιά της. Είναι το «άλλο» που υπάρχει και περιμένει να πάρει την εκδίκησή του από τον αλαζονικό άνθρωπο ενός αμοραλιστικού τεχνοπολιτισμού.
Κατά μία ειρωνική σύμπτωση τα σουρεαλιστικά και ακατανόητα ποιήματα του Λόρκα εκείνης της εποχής, με την διεύρυνση των νοημάτων που έφεραν τα χρόνια, αποδείχτηκαν τα πιο ρεαλιστικά και τα πιο προφητικά ποιήματα του καιρού μας.
Το έργο «Ποιητής στη Νέα Υόρκη» (στο τέλος του οποίου περιλαμβάνονται ως προσάρτημα υπό τον τίτλο «Γη και Σελήνη» όλα τα άλλα ποιήματα που έγραψε ο ποιητής εκείνη την περίοδο και δεν τα συμπεριέλαβε σε άλλες συλλογές του) αρχίζει με την ενότητα «Ποιήματα της μοναξιάς στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια» στο οποίο φοίτησε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Νέα Υόρκη. Είναι ποιήματα-αναπολήσεις της παιδικής του ηλικίας και των ερωτικών του απογοητεύσεων και αδιεξόδων όπως τα προσέλαβε κατά τους μοναχικούς του περιπάτους στη Νέα Υόρκη.
Η δεύτερη ενότητα, «Οι Νέγροι», αποτελεί κάτι ανάλογο με τις «Τσιγγάνικες Μπαλάντες» σε ποιότητα, θέρμη, ευαισθησία, συγκίνηση και πρωτοτυπία.
Στην Τρίτη ενότητα, «Δρόμοι και Όνειρα», βρίσκουν την ποιητική τους έκφραση η καταγγελία των αμοραλιστικών μηχανισμών της πόλης αλλά και η απέχθεια του ποιητή για τις μάζες.
Στην τέταρτη, πέμπτη και έκτη ενότητα, «Ποιήματα της λίμνης Έντεν Μιλς», «Στην καλύβα του αγρότη (Πεδιάδα της μοναξιάς στο Βέρμοντ)», ο ποιητής εγκαταλείπει τη Νέα Υόρκη για μια σύντομη επίσκεψη στην εξοχή [. . .].
Στην έβδομη ενότητα «Επιστροφή στην πόλη», ο ποιητής επανέρχεται και καταγγέλλει ξανά τη ζοφερή ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης ενώ στην όγδοη, στις «Δύο Ωδές», καυτηριάζει τον υποκριτικό κατεστημένο καθολικισμό που ανέχεται την κοινωνική αδικία στην Αμερική [. . .].
Στην ένατη ενότητα, «Φυγή από τη Νέα Υόρκη (Δύο βαλς ως τον πολιτισμό)» περιλαμβάνεται το «Μικρό Βιεννέζικο Βαλς», γνωστό από την μελοποίησή του από τον Leonard Cohen (Take this Waltz), το οποίο τον παραπέμπει στην παιδική του ηλικία των πρώτων ερώτων.
Η δέκατη ενότητα, «Ο ποιητής φθάνει στην Αβάνα», περιέχει ένα και μόνον ποίημα που αναφέρεται στην παιδική επιθυμία του να επισκεφθεί την Κούβα, από την εποχή που έβλεπε τις εξωτικές ετικέτες στα κουτιά των πούρων που έρχονταν στον πατέρα του κατ` ευθείαν από την Αβάνα. [. . .]