"Νομίζω πως είναι η έλξη που ασκεί απάνω μου το κείμενο της Παλιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα που με παρακίνησε να δοκιμάσω την απόδοση του Άσματος των Ασμάτων στη σύγχρονη γλώσσα μας. Με φιλοξενούσε τότε ένα αψηλό χωριό του Λιβάνου· εκεί την άρχισα. Το βουνό δε μου έδινε τις ίδιες εντυπώσεις που είχα για το τοπίο διαβάζοντας το Άσμα· μέσα στον αλαφρύ και διάφανον αέρα του ήταν πιο σκληρές, πιο γυμνές, πιο φτωχιές· ίσως ένα πρόσθετο κίνητρο στο ξεκίνημα αυτής της εργασίας να ήταν η επιθυμία μου να βρω έναν τρόπο οικειότερης συνομιλίας με τον τόπο.
Όμως αν δεν ήταν αυτή η εμμονή ορισμένων ρυθμών των Ο', φοβούμαι πως θ' αναρωτιόμουν ακόμη αν άξιζε τον κόπο να καταπιαστώ μ' αυτή την απόπειρα. Αλήθεια, με τ' αρχαία κείμενα, εννοώ τα ελληνικά, μου συμβαίνει τούτο το ιδότροπο· όσες φορές -και δεν είναι λίγες- δοκιμάζω να τα μεταφράσω, σταματώ πάντα σε κάποιο σημείο με τη σκέψη: "Μα τούτο είναι τόσο ωραίο, γιατί να τ' αλλάξει κανείς;"" [...]
(από το προλόγισμα του ποιητή)