Ευγενικιά Κυρία, Θα ήθελα να Σας αφιερώσω το έργο που από καιρό Σας έχω υποσκεθεί, ένα έργο άξιο του ονόματός Σας, της καλλιτεχνικής ψυχής Σας και του άπειρου σεβασμού που τρέφω για Σας. Δε μου έλειψε η θέληση παρά η δύναμη και για τούτο Σας παρακαλώ να αποδεχτείτε με τη συνηθισμένη Σας καλοσύνη το μικρό και ασήμαντο διήγημα που Σας προσφέρω. Εγράφτηκε, Κυρία, πριν από το βαλκανικό πόλεμο, που είταν το προοίμιο του σημερινού ολέθριου σπαραγμού της Ευρώπης και εδημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Νουμά ενώ διαρκούσε και εμάνιζε εκείνη η αντάρα. Είταν η τύχη του φαίνεται, το ειρηνικό διήγημά μου να προβάλλει μέσα σε τέτοιες κοσμοϊστορικές ταραχές, όταν ποτάμια αίματος βάφουν τη μητέρα γη, σα μια δειλή διαμαρτυρία ενάντια σ' ένα τόσο άτοπο καθεστώς που για να υπάρχει χρειάζεται τον παράλογο φόνο και την ατυχία τόσων πλασμάτων. Τι σπατάλη ζωής έγινε στα χρόνια τούτα! αλλά ας ευκηθούμε κιόλας, η τωρινή θλιβερή αιματοχυσία να 'ναι γραμμένη η τελευταία στα βιβλία της ανθρώπινης Μοίρας. Ξέρω, Ευγενικιά Κυρία, πόσο συγκινούν την τρυφερή καρδιά Σας όλες αυτές οι δυστυχίες, κ' έχω για τούτο την ελπίδα πως θα Σας φχαριστήσει λιγάκι το ταπεινό μου διήγημα, αν όχι σαν έργο τέχνης, αλλά τουλάχιστο σαν κάτι σύμφωνο ίσως με τα φιλάνθρωπα ιδανικά Σας, τη βαθιά Σας αφοσίωση και τη λαμπρή Σας ευφυΐα που όλοι όσοι Σας ξέρουν δε μπορούν παρά να τη θαυμάζουν. Με σεβασμό Δικός Σας, Κ.Θ. Κέρκυρα, 15 Σεπτεμβρίου 1914.